- χοιροσπέλεθος
- ὁ, ΜΑκοπριά, περίττωμα χοίρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σπέλεθος «κόπρος» (πρβλ. ὑ-σπέλεθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοιροσπελέθου — χοιροσπέλεθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροσπέλεθον — χοιροσπέλεθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)